Official pages
27/12/11
16/12/11
13/12/11
Δεκέμβρης 2011
Πείτε μου, μη βρέθηκε η σκάφη που, παλιά,
λουζόμουνα με ήλιο και με χιόνι
ή τα μαλλιά που φύλαξε απ' την πρώτη μου κουρά
η μάνα που ακόμα ρούχα απλώνει.
Το πτυελοδοχείο του Μπακούνιν το χυτό,
συντρόφια, μήπως βρέθηκε και κείνο,
να φτύσω μέσα με οργή που οι νέες εποχές
με κάνουνε να μοιάζω με κρετινο.
στίχοι από το San Michele*, του Θανάση Παπακωνσταντίνου
φωτογραφίες: Γιάννης Ζινδριλής
*Αφορμή για το συγκεκριμένο τραγούδι υπήρξε η ταινία των αδερφών Taviani "San Michele aveva un gallo" όπου ο φυλακισμένος για 10 χρόνια στην απομόνωση αναρχικός Τζούλιο Μανιερι κατά την μεταγωγή του σε άλλη φυλακή συναντάει νεότερους πολιτικούς κρατούμενους και επιδιώκει να μάθει μέσα απο τις ιστορίες τους (να βρω ξανά του νήματος τη άκρη) την πολιτική κατάσταση που επικρατεί.
28/11/11
14/11/11
10/11/11
4/11/11
F.T.L.A*
Περνάει ο καιρός, επουλώνεται -όσο γίνεται- η πληγή, επιβάλλεται η διατήρηση της μνήμης νοηματοδοτώντας την με τα επίδικα της εποχής.
Συναντιόμαστε ξανά όλοι/όλες μαζί στους δυο κύριους χώρους παρουσίας του Αλέκου μας, στο Στέκι Μεταναστών και στους Αγ. Αναργύρους. Επιθυμία μας είναι πέρα από την ανάκληση της αγαπημένης φιγούρας του συντρόφου μας να επιχειρήσουμε, εμείς που μείναμε πίσω, να συναντηθούμε ουσιαστικά.
Τα σημεία συνάντησης έχουν ως εξής:
Στο Στέκι Μεταναστών (Τσαμαδού 13), την Παρασκευή 4 Νοεμβρίου, στις 7.30 μ.μ., πριν παραδοθούμε στη λήθη του ποτού, συναντιόμαστε για να συζητήσουμε συντροφικά και χωρίς επισημότητες για τις μορφές αυτοοργάνωσης τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον. Ανταλλάσουμε σκέψεις, προτάσεις, εμπειρίες, προβληματισμούς και προβλήματα ψαχουλεύοντας για διεξόδους.
Την Κυριακή 6 Νοεμβρίου συναντιόμαστε στο καφενείο «Όπως παλιά» (Ν. Πλαστήρα 30, Αγ. Ανάργυροι) με όλους όσοι θεωρούσαν / θεωρούν τον Αλέκο σύντροφο, συναγωνιστή, φίλο. Χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς γινάτια, με ανοιχτή διάθεση όπως οι καιροί επιβάλλουν.
Σαν σήμερα πριν από ένα χρόνο ο Αλέκος άφησε τα ‘’νούμερά του’’ ορφανά χωρίς να τα ρωτήσει. Του το χρεώνουμε και αυτό -μαζί με τα υπόλοιπα που έκανε και έβαλε φωτιά στη ζωή μας- πριν μας αφήσει.
Που μας έβαλε στο ποδόσφαιρο.
Που μας έμαθε τι σημαίνει οπαδός.
Που μας έκανε ανθρώπους. (Προσπάθησε τουλάχιστον -όσο μπορούσε- να μας φέρει όσο πιο κοντά γίνεται στην έννοια του όρου)
Που μας έμαθε να σκεφτόμαστε λίγο πιο πέρα από τη μύτη μας γιατί ήξερε ότι μπορούσαμε να δούμε παραπέρα.
Που μας έμαθε να πίνουμε τσίπουρο και στην Αθήνα.
Που μας μετασχημάτιζε τον χουλιγκανισμό σε πάλη, την οργή σε αγώνα, τη βία σε συζήτηση.
Την οργή μας ειδικά τη χειριζόταν καλά. Της έδινε νόημα, της έδινε στόχο, της έδινε αξία και μας έβαζε ξενερώνοντάς μας να βρούμε τρόπους να τη βγάλουμε μπροστά.
Έδιωχνε (μερικές φορές-οσες προλάβαινε-) τη θολούρα της οργής και την καύλα της βίας ακόμα και με σφαλιάρες. Αλλά τότε ήταν που δούλευε το μυαλό.
Αυτό που δεν του χρεώνουμε σίγουρα είναι τα βρισίδια στα τηλεφωνήματα, στα mails, οι χωσιματικές κουβέντες, οι μπούφλες για τις μαλακίες στην προσωπική μας ζωή. Δεν του τα χρεώνουμε γιατί αυτός ήταν ο ρόλος του. Παιδαγωγός.
Ένας Πραγματικός αριστερός απ αυτούς που ντρέπεσαι να στέκεσαι δίπλα του γιατί νιώθεις ότι πρέπει να διαβάσεις και να ακούσεις πολύ για να μπορέσεις να εξερευνήσεις και να αντιληφθείς την πορεία του. Όχι από αυτούς τους γλυκανάλατους πολιτικάντιδες που μια είναι δω και μια στον περισσό ή το κωλονάκι. Δεν ήταν ποτέ υποτακτικός σε κανένα καθεστώς ακόμα και την ώρα που οι τραμπούκοι ΚΚ’ε’δες των αγίων χτυπούσαν το Μανώλη.
Ήταν ο πατέρας μας. Ήταν το τηλεφωνικό κέντρο της προσωπικής μας ζωής. Ότι χρειαζόμασταν ακόμα και σχεδόν ένα χρόνο μετά από το θάνατό του το ευρετήριο ανοίγει στο Φτίλας όταν φτάνουμε σε αδιέξοδο. Τι κρίμα ρε γαμώ το. Για όλα υπήρχε λύση και δεν συνέτρεχε λόγος πανικού. Άλλοι τα ερωτικά, άλλοι τα επαγγελματικά, άλλοι τα συναισθηματικά, άλλοι τα πολιτικά, άλλοι τα οπαδικά, αλλά όλοι για τον ΠΑΣ. Τον παίρναμε και πριν φυσικά δοθεί η λύση/απάντηση/πρόταση μας έχωνε σε αγώνες δρόμου με τις μοτοσυκλέτες –που δεν τον βολεύανε κι όλας τα μεσημέρια μετά τον τσέλιγκα- πότε για τα DVD του σύριζα, τις μακέτες της απόδρασης τις συνελεύσεις και τις πορείες στις γειτονιές στο Ίλιον τους αγίους κτλ.
Πρόχειρες δακρυσμένες σημειώσεις γραμμένες μέσα σ ένα τρένο στις Άλπεις ακλουθώντας κατά τύχη –αλλά τουλάχιστον για εκπαίδευση ρε Αλέκο δεν έκανα πάλι διακοπές- ένα κομμάτι της ίδιας διαδρομής που έκανα πέρσι τέτοια μέρα για να τον αποχαιρετήσω.
Το πρώτο πληθυντικό δεν εκπροσωπεί κανένα, άσχετο αν περιστατικά είναι βγαλμένα κι από την επαφή του Αλέκου με άλλους. Ίσως και η ζύμωση με τον Αλέκο να φταίει που πραγματικά νομίζω και νοιώθω σχιζοφρενής με τις τόσες διαφορετικές προσωπικότητες που έχω. Η έμπνευση που μας έδωσε σίγουρα δεν ήταν το τρίγωνο αραχώβης-τσαμαδού-άγιοι και σκληρό Marlboro, κρέας, τσίπουρο, ουίσκυ και ταξί. Είναι η ζωή και την κερδίζουμε όταν τον θυμόμαστε με τρόπο. Τρόπο που αυτός μας πυροδοτούσε για να τον βρούμε.
Κάποτε -περίπου 3-4 χρόνια πριν- σε μια πόρτα γράφτηκε…
ΦΡΑΞΙΑ ΑΛΕΚΟΣ ΛΥΤΡΑΣ
Υ.Γ. Ένα μεγάλο φιλί στα δυό μου αδερφάκια
Υ.Γ. Δυό φιλιά συντροφικότητας στην Ιωάννα και τη Μυρτώ.
Tα παραπάνω είναι λόγια του Τάσου Θεοδωρακόπουλου
* Foniades Twn Lawn Amerikanoi
17/10/11
10/10/11
Κώστας Μπαλάφας
Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε το 1917 στο ορεινό χωριό Χώσεψη (Κυψέλη σήμερα) της Ηπείρου, από γονείς αγρότες. Μυήθηκε στη φωτογραφική τέχνη, την οποία αγάπησε και υπηρέτησε για εξήντα και πλέον χρόνια, στα Γιάννενα, λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα. Από το 1941 έως το 1944 φωτογράφησε τον ένοπλο αντάρτικο αγώνα του ηπειρώτικου λαού κατά των κατακτητών.
Μετά το τέλος του πολέμου εργάστηκε στη Δ.Ε.Η. στο Τμήμα Αναπαραγωγής Σχεδίων, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας. Από το 1952 ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα, φωτογραφίζοντας και κινηματογραφώντας τη ζωή και τα έθιμα των ανθρώπων της επαρχίας. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, οι φωτογραφίες του έχουν παρουσιαστεί σε πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχουν δημοσιευτεί σε καταλόγους εκθέσεων καθώς και σε προσωπικές εκδόσεις.
Εφυγε από την ζωή ο μεγάλος δάσκαλος της Ελληνικής φωτογραφίας, ο Κώστας Μπαλάφας. Ο Ο Ηπειρώτης φωτογράφος της Αντίστασης και του κοινωνικού προβληματισμού πέθανε σε ηλικία 91 ετών και κηδεύεται σήμερα, Δευτέρα, στο Νεκροταφείο Χαλανδρίου.
29/9/11
21/9/11
Θεωρίες φωτογραφίας
φωτογραφία: Νίκος Βαρδακαστάνης
Η πρώτη από τις λαικές χρήσεις της φωτογραφίας είναι η απομνημόνευση των επιτευγμάτων ατόμων τα οποία θεωρούνται μέλη οικογενειών (καθώς και άλλων ομάδων). Για ένα αιώνα τουλάχιστον, η φωτογραφία γάμου έχει αποτελέσει μέρος της τελετής στον ίδιο βαθμό με την προκαθορισμένη προφορική στιχομυθία. Οι φωτογραφικές μηχανές συμβαδίζουν με την οικογενειακή ζωή. Σύμφωνα με μια κοινωνιολογική μελέτη που έγινε στη Γαλλία, στα περισσότερα νοικοκυριά υπάρχει μια φωτογραφική μηχανή, αλλά ένα νοικοκυριό με παιδιά είναι δυο φορές πιο πιθανό να έχει τουλάχιστον μια φωτογραφική μηχανή από ένα νοικοκυριό στο οποίο δεν υπάρχουν παιδιά. Το να μη φωτογραφίζει κανείς τα παιδιά του, ειδικά όταν είναι μικρά, είναι σημάδι αδιαφορίας, με τον ίδιο τρόπο που το να απέχει κανείς από τη σχολική φωτογραφία αποφοίτησης είναι χειρονομία νεανικής επαναστατικότητας.
Μέσω των φωτογραφιών κάθε οικογένεια κατασκευάζει ένα πορταίτο - χρονικό του εαυτού της - μια φορητή συλλογή εικόνων η οποία αποτελεί μάρτυρα της συνέχειάς της. Ποιές δραστηριότητες φωτογραφίζονται δεν φαίνετε να έχει σημασία εφόσον οι φωτογραφίες τραβιούνται και περιβάλονται. Η φωτογραφία εισάγεται ως τυπικό στην οικογενειακή ακριβώς την εποχή που στις βιομηχανοποιημένες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική αυτός ο ίδιος θεσμός της οικογένειας υφίσταται ριζική χειρουργική επέμβαση. Καθώς αυτή η κλειστοφοβική μονάδα, η μονοπυρηνική οικογένεια, σμιλευόταν μέσα από ένα πολύ ευρύτερο οικογενειακό σύνολο, ήρθε η φωτογραφία για να απομνημονεύσει, να επανεκφράσει συμβολικά τη διακινδύνευση της συνέχειας και τη μείωση της επεκτατικότητας της οικογενειακής ζωής. Σαν στοιχειωμένα ίχνη, οι φωτογραφίες προσφέρουν την απόδειξη της παρουσίας συγγενών οι οποίοι έχουν διασκορπιστεί. Το άλμπουμ φωτογραφιών μιας οικογένειας αφορά συνήθως την ευρύτερη οικογένεια - και συχνά έιναι ότι απομένει από αυτήν.
Καθώς οι φωτογραφίες προσφέρουν στους ανθρώπους τη φανταστική κατοχή ενός μη πραγματικού παρελθόντος, τους βοηθούν επίσης να αποκτήσουν την κατοχή ενός μη πραγματικού παρελθόντος, τους βοηθούν επίσης να αποκτήσουν την κατοχή ενός χώρου στον οποίο είναι ασφαλείς. Έτσι η φωτογραφία αναπτύσσεται σε στενή σχέση με μια από τις πιο χαρακτηριστικές σύγχρονες δραστηριότητες: τον τουρισμό. Για πρώτη φορά στην ιστορία, μεγάλος αριμθός ανθρώπων ταξιδεύει τακτικά έξω από το συνηθισμένο του περιβάλον για μικρά χρονικά διαστήματα. Φαντάζει κατηγορηματικά αφύσικο να ταξιδέψει κανείς για αναψυχή χωρίς να πάρει μαζί του μια φωτογραφική μηχανή. Οι φωτογραφίες προσφέρουν αδιαφιλονίκητες αποδείξεις ότι το ταξίδι έγινε, ότι το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε, ότι υπήρξε ψυχαγωγία. Οι φωτογραφίες τεκμηριώνουν σκηνές κατανάλωσης που συνέβησαν μακριά από το βλέμμα της οικογένειας, των φίλων, των γειτόνων. Η εξάρτηση όμως από τη φωτογραφική μηχανή, ως συσκευή η οποία καθιστά πραγματική την εμπειρία που κάποιος αποκτά, δεν εξασθενεί όταν οι άνθρωποι ταξιδεύουν περισσότερο. Το να πάιρνει κανείς φωτογραφίες ικανοποιεί την ίδια ανάγκη στους κοσμοπολίτες που συσσωρεύουν φωτογραφίες τρόπαια από το διάπλου του Άνω Νείλου ή το δεκαπενθήμερό τους στην Κίνα, όπως και στους μικρομεσαίους αδειούχους που τραβούν στιγμιότυπα στον πύργο του Άιφελ ή στους καταρράκτες του Νιαγάρα.
Το να παίρνει κανείς φωτογραφίες, εκτός από τρόπος επικύρωσης της εμπειρίας, είναι επίσης και ένας τρόπος άρνησης της - περιορίζοντας την εμπειρία σε αναζήτηση της φωτογένειας, μετατρέποντας την εμπειρία σε εικόνα, σ΄ ένα ενθύμιο. Το ταξίδι μετατρέπεται σε στρατηγική συσσώρευσης φωτογραφιών. Η ίδια η δραστηριότητα της λήψης φωτογραφιών είναι κατευναστική και καταπραϋνει γενικώς συναισθήματα αποπροσανατολισμού τα οποία λογικά επιτείνονται εξαιτίας του ταξιδιού. Οι περισσότεροι τουρίστες αισθάνονται υποχρεωμένοι να τοποθετήσουν την φωτογραφική μηχανή ανάμεσα στους εαυτούς και σε οτιδήποτε αξιόλογο συναντήσουν. Αβέβαιοι για άλλου είδους αντιδράσεις, παίρνουν μια φωτογραφία. Αυτό μορφοποιεί την εμπειρία: σταματάς, τραβάς μια φωτογραφία και συνεχίζεις. Η μέθοδος γοητεύει ιδιαιτέρως ανθρώπους οι οποίοι μειονεκτούν εξαιτίας μιας ανελέητης εργασιακής ηθικής - Γερμανούς, Γιαπωνέζους και Αμερικάνους. Η χρήση της κάμερας καταπραϋνει την ανυσηχία που οι εργασιομανείς αισθάνονται επειδή δεν δουλεύουν, όταν βρίσκονται σε διακοπές και υποτίθεται περνάνε καλά. Έχουν να κάνουν κάτι που μοιάζει με φιλική απομίμηση εργασίας: μπορούν να παίρνουν φωτογραφίες.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Susan Sontag "Περι Φωτογραφίας"
Εκδόσεις: Φωτογράφος
ΕΥΤΥΧΩΣ (Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ) ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ
φωτογραφία: Γιάννης Ζινδριλής
Αν όμως η φωτογραφία δεν είναι ζωγραφική, τότε μήπως είναι γλώσσα (πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει πως μια φωτογραφία αξίζει όσο χίλιες λέξεις); Μήπως προορισμός της καλλιτεχνικής φωτογραφίας είναι η μετάδοση μιας ιδέας, η διατύπωση μιας άποψης; Στην ανάλυση, όμως, που προηγήθηκε, καθώς και στα περισσότερα παραδείγματα που εξετάσαμε,δείξαμε πως η φωτογραφική εικόνα παίρνει το νόημά της από ένα πολιτιστικό πλέγμα γνώσεων και αντιλήψεων, που στην πλειονότητά τους είναι εξωφωτογραφικές. Οι εκφραστικές δυνατότητες της φωτογραφίας ως οπτικής γλώσσας φαίνονται το ίδιο φτωχές. Πως μπορείς, εξάλλου, να διατυπώσεις μια ιδέα, όταν ακόμα και στην περίπτωση που θέλεις να αναφερθείς απλά σ΄ένα πράγμα, το μέσο που διαθέτεις απαντά πάντοτε λέγοντας αυτό το πράγμα. Ποιές μπορεί να είναι οι επιλογές σου, όταν κάθε σημείο που παράγεις αναφέρεται αναγκαστικά σ΄ένα μοναδικό πραγματικό αντικείμενο και μάλιστα στην οπτική παρουσία του ιδωμένη από ένα συγκεκριμένο σημείο;
"Όταν λέω "να ένα δένδρο" σημαίνει πως αναγνωρίζω στη φωτογραφία τη μορφή ενός δένδρου. Αναγνωρίζω το δένδρο σαν μορφή δένδρο, όχι σαν έννοια δένδρο. Μια φόρμα δεν σημαίνει τίποτα. Ούτε η φωτογραφία ούτε το ίδιο το δένδρο δεν μου λένε πως το δένδρο είναι φυτό, γεννά καρπούς, είναι από ξύλο, κ.ο.κ. Ότι προσδιορίζει και δίνει νόημα στη λέξη δένδρο, ότι γνωρίζω από τη διαστάυρωση διαφόρων πληροφοριών και αναμνήσεων (σημεία απ΄όπου το έχω δει, μυρωδιές, θόρυβοι, προηγούμενες γνώσεις επιστημονικές ή πρακτικές) απουσιάζει από τη φωτογραφία. Κι αν νομίζω πως τις βρίσκω στη φωτογραφία είναι γιατί εγώ τις τοποθετώ εκεί" *
Οι αμφιβολίες των φωτογράφων-δημιουργών και η δυσπιστία των θεατών είναι απόλυτα δικαιολογημένες, όταν κάποιος προσπαθεί να κάνει με τη φωτογραφία κάτι διαφορετικό απ΄ αυτό που επιτρέπει η φύση της. Ευτυχώς όμως τίποτα δεν μπορεί να αποδεσμέυσει τη φωτογραφία από αυτό που αναπαριστά.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κωστή Αντωνιάδη: Λανθάνουσα Εικόνα
Εκδόσεις : Μωρεσόπουλος/φωτογραφία
7/9/11
Το καλοκαίρι που έφυγε...
Το τέλος του καλοκαιριού, η κάθοδος της Περσεφόνης στον Άδη, η αρχή του επαναπροσδιορισμού, η εποχή της μετάβασης, το κάλεσμα των νέων καιρών, οι ερωτήσεις που ψάχνουν απαντήσεις και τα προβλήματα λύση.
Τα δένδρα που αναζητούν τη βροχή και τα ποτάμια τη θάλασσα, τα αποδημητικά παίρνουν το δρόμο προς το νότο και οι δρυοκολάπτες ακόμα σκάβουν.
Δεκατρείς φωτογράφοι σχολιάζουν το τέλος του καλοκαιριού με μια φωτογραφία τους.
The end of summer, the descent of Persephone to Hades, the principle of redefining, the era of transition, the call of the modern times, the questions looking for answers and problem's solution. The trees in search of rain and rivers in quest of sea, migratory take the road to the south and even woodpeckers dig.
Thirteen photographers comment the end of the summer with their work.
Thirteen photographers comment the end of the summer with their work.
Στέφανος Πάσχος - Stephanos Paschos
Νίκος Βαρδακαστάνης - "Η Βεντάλια"
Βασίλης Δημόπουλος
Γιάννης Ζινδριλής - "Το πανηγύρι που τελειώνει"
Μαργαρίτα Κιάου
Τζένη Κοντοπούλου - "Πάμε βόλτα στο λιμάνι"
Ιωάννα Τζετζούμη
Αλεξάνδρα Τζαρουγκιάν
Ζήσης Τσούμπος - "Δυτικά στο Ιόνιο"
Ειρήνη Χαζάπη
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)