Οι ρίζες του φλαμένκο απλώνονται πίσω 12 αιώνες και σε τέσσερις διαφορετικές κουλτούρες. Άνθισε στην Ανδαλουσία της Ισπανίας στα μέσα του 19ου αιώνα. Χωρίς τις τέσσερις πηγές του το φλαμένκο δεν θα υπήρχε όπως το ξέρουμε σήμερα. Γιατί όμως αυτή η εκφραστική λαϊκή τέχνη αναπτύχθηκε ειδικά σε αυτή την περιοχή;
Η Ιστορία δείχνει μια ασυνήθιστη ανοχή της διαφορετικότητας των πολιτισμών κατά τη διάρκεια της κατοχής της Νότιας Ισπανίας από τους Μωαμεθανούς. Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι ζούσαν μαζί υπό των Μωαμεθανών για επτά αιώνες και, αν όχι σε απόλυτη αρμονία, τουλάχιστον στις αρχές με πολύ λίγες συγκρούσεις. Σταδιακά, όταν άρχισαν να χάνονται οι πόλεις από τους Μουσουλμάνους, οι ανεπιθύμητοι πληθυσμοί καταδιώκονταν όλο και πιο Νότια. Η Κόρδοβα και η Σεβίλη έπεσαν στης αρχές του 13ου αιώνα, ενώ η Γρανάδα άντεξε μέχρι και το 1492.
Κατά τον τελευταίο αιώνα της επανάκτησης των εδαφών από τους Χριστιανούς (περιοχές της Ν. Ισπανίας έμειναν κάτω από Μουσουλμανική κατοχή μέχρι και 800 χρόνια!), τα εναπομείναντα Μουσουλμανικά Βασίλεια έγιναν λιγότερο ανεκτικά προς τον Χριστιανικό πληθυσμό. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κάθε φορά που Καστιγιάνοι βασιλείς νικούσαν τους Μουσουλμάνους εισβολείς υπήρχαν ξεσπάσματα βίας και ξενοφοβίας που επισκίαζαν αυτές τις νίκες. Μέσα σε αυτό το ταραχώδες σκηνικό έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτες νομαδικές τσιγγάνικες φυλές της Ισπανίας. Η γλώσσα που μιλούσαν δεν έμοιαζε με καμιά από τις γνωστές λατινικές και οι τρόποι και το ντύσιμό τους ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά του τότε Δυτικοευρωπαϊκού κόσμου. Πιθανότατα προήλθαν από την Ινδία και είχαν ξεκινήσει από την περιοχή Punjab γύρω στο 850 μ.Χ.
Για να ελέγξουν τις ξένες επιρροές, οι καθολικοί βασιλείς δημιούργησαν την Ιερή Εξέταση. Όσοι δεν υπάκουαν σε αυστηρούς κοινωνικούς, φυλετικούς και θρησκευτικούς όρους εξορίζονταν, φυλακίζονταν, βασανίζονταν ή δολοφονούνταν. Όσοι συγκρούονταν ή πίστευαν ότι θα διωχθούν από την Ιερά Εξέταση έφευγαν από τη χώρα. Άλλοι κατέφευγαν στις ορεινές απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές της Σιέρα Μορένα και της Σιέρα Νεβάδα. Αυτοί οι πρόσφυγες έγιναν γνωστοί με τον όρο "felag mengu" που σημαίνει “φυγάδες χωρικοί”. Στις μικρές νέες κοινότητες των "felag mengu" οι τσιγγάνοι (gitanos), η τέταρτη ισπανική κουλτούρα, βρήκαν ‘αδελφές ψυχές’.
Η συγχώνευση των Gitano με τους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους και τους Ανδαλουσιανούς σε αυτά τα απομακρυσμένα χωριά οδήγησε στην πρώιμη έκφραση του φλαμένκο σχεδόν 350 χρόνια αργότερα. Η διαδικασία αυτή της διασκευής και προσαρμογής συνεχίζεται ακόμη και σήμερα καθώς αναγνωρίσιμα στυλ του τραγουδιού (cante) αποδίδονται πρωτίστως στην μία ή την άλλη εθνικότητα.
Η πιο αγνή και αυθεντική μορφή του φλαμένκο είναι η φωνή, η οποία δεν συνοδεύεται από όργανα. Οι άλλες μορφές έκφρασης του φλαμένκο όπως η κιθάρα, ο χορός και τα κρουστά προέρχονται από το τραγούδι (cante). Παρόλο που πολλοί μη τριγγάνοι διαπρέπουν σε πολλές μορφές του φλαμένκο, το cante ήταν πάντα ‘προνόμιο’ των τσιγγάνων καλλιτεχνών. Οι ανατολίτικες αποχρώσεις του cante jondo (βαθύ τραγούδι) έχουν περάσει από γενιά σε γενιά και μόνο η έντονη και από νεαρή ηλικία επαφή με αυτό το στυλ μπορεί να δώσει στον καλλιτέχνη το ηχόχρωμα και την ικανότητα να αυτοσχεδιάσει μέσα στα όρια της παραδοσιακής φόρμας.
Αρχικά το φλαμένκο, ως το τραγούδι των φτωχών και των εξορισμένων, δεν παρουσιαζόταν σε κοινό που πλήρωνε. Σε κάποιο στάδιο στα τέλη του 18ου αιώνα άρχισε να παρουσιάζεται στις ντόπιες ταβέρνες με τη συνοδεία κιθάρας. Γύρω στο 1850 το φλαμένκο είχε μπει σε πολλές νέες ταβέρνες-καφέ (cafe cantante). Περισσότερος κόσμος το γνώριζε και είχε χάσει την κακή του φήμη. Οι καλλιτέχνες συνέχισαν να είναι χαμηλής κοινωνικής τάξης, αλλά το φλαμένκο άρχισε να έχει θαυμαστές ανάμεσα στους μορφωμένους και τους πλούσιους. Το φλαμένκο με τη συνοδεία κιθάρας και χορού ήταν πλέον αποδεκτό και πιο προσιτό, ενώ οι καλλιτέχνες του είδους ήταν επαγγελματίες. Οι καλλιτέχνες ξέφυγαν από τα οικογενειακά πλαίσια και από τα χωριά τους. Αυτό άλλαξε την πορεία ανάπτυξης της τέχνης αυτής αφού ο τραγουδιστής (cantaor) έπρεπε πλέον να γνωρίζει περισσότερα κομμάτια και τεχνοτροπίες για να ευχαριστεί το αυξανόμενο και απαιτητικότερο κοινό.
Την εποχή των cafe cantante η χρησιμοποίηση της κιθάρας ήταν περιορισμένη. Οι καλλιτέχνες του φλαμένκο όμως όταν άρχισαν να έχουν ακούσματα κλασικής μουσικής ‘δανείζονταν’ τις τεχνικές που μάθαιναν και τις χρησιμοποιούσαν στη δική τους μουσική. Οι τεχνικές του σπουδαίου κιθαρίστα Ramon Montoya στην αρχή έγιναν δεκτές με σκεπτικισμό. Σε μια γενιά όμως έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι του μοντέρνου φλαμένκο. Ακόμα και τα νέα στοιχεία που έφεραν οι γίγαντες της κιθάρας φλαμένκο Sabicas και Paco De Lucia στις αρχές ήταν απορριπτέα από τους φανατικούς που είχαν πολύ παραδοσιακές αντιλήψεις. Σύντομα όμως, όπως έγινε και με την περίπτωση του Montoya, και οι δύο έδωσαν τοστίγμα τους στην ανάπτυξη της τέχνης του φλαμένκο.
Την εποχή της δικτατορίας του Φράνκο η Ισπανία παρέμεινε μακριά από επιδράσεις από το εξωτερικό. Το τέλος της δικτατορίας συνέπεσε με την ανάπτυξη του φορητού κασετοφώνου και τη δυνατότητα περισσότερου κόσμου να το αποκτήσει λόγω της χαμηλής του τιμής. Ήταν πλέον εύκολο για όλους να ακούσουν όλα τα είδη του cante αλλά και τζαζ, ροκ, ρέγγε, μποσανόβα και σάλσα. Έτσι προέκυψαν όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί του φλαμένκο με άλλα είδη. Η επίδραση της τζαζ έφερε και την προσθήκη μη παραδοσιακών οργάνων από δημιουργούς όπως τον Paco De Lucia που άρχισαν να χρησιμοποιούν φλάουτο, κρουστά, μπάσο και σαξόφωνο.
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως είναι άγνωστη η μελλοντική πορεία του φλαμένκο. Όμως όπως φάνηκε μέσα από τα χρόνια, οι αδύνατες επιρροές δεν θα αντέξουν. Η ουσία της τέχνης του φλαμένκο είναι αρκετά δυνατή για να αντέξει σε πειραματισμούς, να επαναπροσδιοριστεί εν νέου, να αναπτυχθεί και να επιβιώσει.
Το κείμενο είναι του Pedro Cortes σε μετάφραση Δώρου Δημητρίου
Φωτογραφίες: Γιάννης Ζινδριλής